κάπνισμα

κάπνισμα
I
Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η ουσία δεν καίγεται– η μάσηση και η απότομη εισπνοή (ταμπάκο). Πιο συγκεκριμένα, ο καπνός του τσιγάρου αποτελεί μείγμα 3.000 ουσιών, πολλές από τις οποίες μετατρέπονται από το σώμα σε καρκινογόνους παράγοντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βενζοπυρήνη, που κατά τη διάρκεια του μεταβολισμού στο σώμα μεταβάλλεται χημικά σε περισσότερες από 40 άλλες ουσίες, ικανές να προκαλέσουν ακόμη και μεταλλάξεις στο DNA. Ο ρυθμός με τον οποίο οι καπνιστές μεταβολίζουν ουσίες όπως η βενζοπυρήνη καθορίζεται γενετικά· μερικοί άνθρωποι έχουν περισσότερα ένζυμα από άλλους για τη λειτουργία αυτή. Το βασικό συστατικό του καπνού που έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων ερευνών είναι η νικοτίνη, ουσία που προκαλεί εθισμό και επηρεάζει σημαντικά το συμπαθητικό νευρικό σύστημα του καπνιστή. Οι άνθρωποι που μεταβολίζουν τις ουσίες αυτές με γρήγορο ρυθμό είναι πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη καρκίνου. Στατιστικά, έχει υπολογιστεί ότι περίπου 350.000 άνθρωποι στις ΗΠΑ πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που έχουν σχέση με το κ., με περίπου 135.000 από αυτούς να πεθαίνουν από καρκίνο. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ανακοίνωσε στις αρχές του αιώνα μας πως σε ετήσια βάση πεθαίνουν 4.000.000 άνθρωποι από παθήσεις που σχετίζονται με το κ. Μετά από στατιστικές έρευνες, οι νόσοι που έχουν συσχετιστεί με το κ. είναι ο καρκίνος, η στεφανιαία νόσος, τα εγκεφαλικά επεισόδια και οι εγκεφαλικές αιμορραγίες, οι φλεβικές θρομβώσεις λόγω της αλλοίωσης του ενδοθηλίου, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το εμφύσημα κ.ά. Καρκίνοι που συσχετίζονται με το κ. είναι: α) του στόματος (που συμπεριλαμβάνει τα χείλη, τα ούλα και τη γλώσσα), του λάρυγγα και του οισοφάγου λόγω της άμεσης επαφής με τον καπνό (κ. ή μάσημα)· β) του πνεύμονα, που οι στατιστικές τον φέρουν να σχετίζεται άμεσα με το κ.· η εμφάνιση καρκίνου του πνεύμονα σε έναν καπνιστή διέπεται βέβαια από πολλούς παράγοντες (για παράδειγμα, η ηλικία έναρξης του κ., ο αριθμός των τσιγάρων σε ημερήσια βάση κ.ά.)· γ) του τραχήλου της μήτρας· δ) της ουροδόχου κύστης· ε) του νεφρού· στ) του παγκρέατος. Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες, κινδύνους διατρέχουν όχι μόνο οι ενεργητικοί αλλά και οι παθητικοί καπνιστές, καθώς και τα έμβρυα των εγκύων καπνιστριών (αποβολές, θνησιγένεια, χαμηλό βάρος γέννησης κλπ.). Με τη διακοπή του κ., η πιθανότητα προσβολής από τις παραπάνω νόσους μειώνεται σταδιακά σε σημαντικό βαθμό, σε σημείο να εξισωθεί μακροπρόθεσμα με τον κίνδυνο προσβολής του μη καπνιστή από την εκάστοτε νόσο.
Οι χώρες της ΕΕ ακολουθούν τα τελευταία χρόνια μια αυστηρή πολιτική απέναντι στο κ., που περιλαμβάνει την απαγόρευση του κ. σε δημόσιους χώρους και τον εξαναγκασμό των καπνοβιομηχανιών να αναγράφουν προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητα των προϊόντων τους. Την 1η Οκτωβρίου 2002 η ελληνική κυβέρνηση συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της ΕΕ, απαγορεύοντας, μεταξύ άλλων, το κ. στους δημόσιους χώρους.
Επιπρόσθετα, η ΕΕ αποφάσισε τη λήψη μιας σειράς μέτρων για την καταπολέμηση του κ., η εφαρμογή των οποίων προβλέπεται ότι θα ξεκινήσει το 2004 και θα εστιάζει σε αυστηρούς περιορισμούς απέναντι στις διαφημιστικές πρακτικές των καπνοβιομηχανιών. Βλ. λ. καπνός.
Οι νόσοι που έχουν συσχετιστεί με το κάπνισμα είναι ο καρκίνος, η στεφανιαία νόσος, τα εγκεφαλικά επεισόδια και οι εγκεφαλικές αιμορραγίες, οι φλεβικές θρομβώσεις λόγω της αλλοίωσης του ενδοθηλίου κ.ά. (φωτ. ΑΠΕ).
II
(Βιολ.). Μέθοδος συντήρησης κρέατος ή ψαριών, που συνίσταται στην έκθεση των τροφίμων αυτών σε πυκνό καπνό, που σχηματίζεται από την ατελή καύση ξύλων (κυρίως κέδρου ή οξιάς). Ο καπνός έχει την ιδιότητα να ξηραίνει την επιφανειακή στοιβάδα του κρέατος και να επιδρά αποστειρωτικά, προκαλώντας την καταστροφή των βακτηριδίων που υπάρχουν σε αυτήν. Το κρέας μετά το κ. αποκτά μια χαρακτηριστική οσμή και γίνεται ιδιαίτερα εύγευστο. Βλ. λ. διατήρηση ή συντήρηση.
Κάπνισμα μορταδέλας σε αλλαντοποιείο.
* * *
το (AM κάπνισμα) [καπνίζω]
1. η εκπομπή καπνού από καιόμενη ύλη προς κάποιον ή προς κάτι («ποῡ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο εξαγόμενος καπνός («το κάπνισμα τής σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)
νεοελλ.
1. η εισπνοή και εκπνοή τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων τού φυτού καπνός τα οποία είναι παρασκευασμένα υπό μορφή τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε πίπα και η συναφής έξη («απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους»)
2. η συντήρηση τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική κατεργασία
3. η καταπολέμηση τών ασθενειών τών φυτών με αέρια καπνού
4. η εμφύσηση καπνού στην κυψέλη τών μελισσών με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες κατά την εξαγωγή τής κηρήθρας
5. μέθοδος που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την εμφύσηση καπνού σ' αυτές
6. λαϊκό μαγικό μέσο για την απομάκρυνση κακοποιών πνευμάτων
μσν.
το θυμιάτισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάπνισμα — offering of smoke neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπνισμα — το 1.η εισπνοή του καπνού των τσιγάρων, φουμάρισμα: Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. 2. η υποβολή κάποιου πράγματος στην επίδραση του καπνού: Ασχολείται με το κάπνισμα των ψαριών. 3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω: Από το πολύ κάπνισμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνισμάτων — κάπνισμα offering of smoke neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίσματα — κάπνισμα offering of smoke neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο …   Dictionary of Greek

  • καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”